μελάμπυγος

μελάμπυγος
μελάμπυγος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα, δηλ. τριχωτά, οπίσθια, χαρακτηριστικό που θεωρούνταν ως σημείο σωματικής δύναμης και ανδρείας
2. το αρσ. ως ουσ. ό μελάμπυγος
προσωνυμία τού Ηρακλέους («τραχὺς ἐντεῡθεν μελάμπυγός τε τοῑς ἐχθροῑς ἅπασιν» — πραγματικός Ηρακλής για όλους τους εχθρούς του, Αριστοφ.)
3. είδος άγριου και ορμητικού αετού
4. παροιμ. «μή τευ μελαμπύγου τύχης» — πρόσεξε μην βρεις κανέναν ισχυρότερο από σένα και τά πληρώσεις όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλί-πυγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μελάμπυγος — black bottomed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμπυγος — black bottomed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελάμπυγον — μελάμπυγος black bottomed masc/fem acc sg μελάμπυγος black bottomed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπύγου — Μελάμπυγος black bottomed masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπύγου — μελάμπυγος black bottomed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπύγους — Μελάμπυγος black bottomed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπύγους — μελάμπυγος black bottomed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπύγων — Μελάμπυγος black bottomed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμπύγων — μελάμπυγος black bottomed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπύγῳ — Μελάμπυγος black bottomed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”